πανευγενής

πανευγενής
παν-ευ-γενής, ές, sehr edelgeboren

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανευγενής — ές, Μ 1. εξαιρετικά ευγενής, αυτός που έχει πολύ υψηλή καταγωγή («ἦν τῶν Ἑλλήνων βασιλεύς, πανευγενής καὶ ἀνδρείος», Διήγ. Αχιλλ.) 2. (στον υπερθ.) πανευαγέστατος τιμητική προσφώνηση άρχοντα («καὶ πανευγενεστάτῳ τῆς κραταιᾱς τῷ ἑρμηνεῑ...… …   Dictionary of Greek

  • πανευγενεστάτη — πανευγενής most noble fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευγενεστάτῳ — πανευγενής most noble masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευγενέστατε — πανευγενής most noble masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευγενέστατοι — πανευγενής most noble masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανευγενῶν — πανευγενής most noble masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανεύγενος — ον, Μ πανευγενής* («καὶ αὖθις τὸν πανεύγενον καὶ πάγκαλον υἱόν μου», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανευγενής, κατά τα επίθ. σε ος, ον (πρβλ. ατυχής: άτυχος)] …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”